- συναναμείγνυμι
- + V 0-0-1-0-0=1 Hos 7,8P: to be mixed up together with, to be mixed among [ἔν τινι]; see συναναμίσγω→TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συναναμείγνυμι — Α βλ. συναναμίγνυμι … Dictionary of Greek
συναναμίγνυμι — ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [ἀναμ(ε)ίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α θήν.) 2. παθ. συναναμίγνυμαι α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις» … Dictionary of Greek